σκώπτρια

σκώπτρια
η, ΝΜΑ
βλ. σκώπτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκώπτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκώπτης — ο, θηλ. σκώπτρια, ΝΜΑ αυτός που λέει αστεία και πειράζει ή κοροϊδεύει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκωπ τού σκώπτω* + κατάλ. της / τρια] …   Dictionary of Greek

  • σκώπτης — ο θηλ. σκώπτρια αυτός που έχει την τάση να σκώπτει, να κοροϊδεύει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”